Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Μετά τη βροχή

Όταν είμαι στο βράδυ
Παύω να φωτοανασυνθέτω
Τρέφομαι τότε
Με τα ξερατά της μέρας

Όταν βράδυ είναι, τότε
Έχω ανοιχτές τις πόρτες και
Κλειστά τα μάτια
Όπως  και  οι υπόλοιποι που
Δεν κοιμούνται

Όταν νύχτα υπάρχει
Ζώ με τη ταλαιπώρια ενός
Άλλου
Που δεν είμαι κατ’ ανάγκη εγώ
Αλλά δεν παύω να..

..κίνηση τυχαίων υποκειμένων με ιδιότητες α-καταστασιακές σε χώρο ορισμένο από το μέγα Τώρα..νυχτοπούλια-τροβαδούροι με μεταλλικές αντλίες αντί για ράμφοι σκούζουν το τραγούδι «Λάστιχα Στο Βρεγμένο Δρόμο» σε Μι ύφεση..Ανατολή παραθύρου μοναχής στον όγδοο όροφο πολυτελούς μοναστηριού, καπνίζει μαριχουάνα και τσιμπουκώνει το «Δόξα Στον Μεγάλο Αδερφό» και το «Παρθένες Κοκκινίζουν»..Καπνοί από νταλίκα που παραστράτισε όταν ένας nowhere κατέβασε καντήλια..Πολιτσμάνοι κοιτούν γριούλα-καμικάζι να τους ρωτάει προς τα πού είναι το σπίτι της κοκκινισκουφίτσας..Το κενό ανάμεσα στα σύρματα της ΔΕΗ διαμαρτύρεται και κατεβαίνει σε πορεία με τις μεγαλόχαρες αδερφές ψυχές..Ο παράδεισος τρομάζει για τα κενά τραπέζια και ανακοινώνει μια σειρά μεγάλων ονομάτων που θα παραλάβει..Στην κόλαση εφαρμόζεται η καπναπαγόρευση..Ξεκινούν οι ταραχές..Οι καλόγεροι την πέφτουν στα πανκιά..Ο Μωυσής δείχνει πως φτιάχνονται οι Μολότοφ..Ο Μολότοφ εκδικείται το Μωυσή και δείχνει πως φτιάχνεις υποθαλάσσιο πέρασμα κλάνοντας..Τα κενά απειλούν να κατακλύσουν τη Πλατεία Συντάγματος..Τα τελώνεια φτύνουν από τις ταράτσες των πολυκατοικιών μωβ ροχάλες..Ο Ροζ Πάνθηρας δίνει διάλεξη για τον ορθολογισμό όταν του την πέφτουν τα χόμπιτ με αρχηγό τον Πινόκιο..Τα περιθώρια κατακλύζουν το κέντρο..Τα άκρα ζητούν αναδιανομή της έκτασης..Τα μπαλκόνια τσακίζονται χωρίς προειδοποίηση και οι κουβάδες γίνονται της μόδας και αντικαθιστούν τις όσιες ομπρέλες..Τα βουνά πάνε διακοπές στις παραλίες..Μέγας Χαμός..Μέγας Βασίλειος τρώει μπανάνες και την πέφτει σε τουρίστες που βγάζουν φώτο τα γυμνά του κωλομέρια..Ο Θεός, ο άΓιος Βασίλης και ο Πριγκοζίν γίνονται κολητάρια σ’ έναν τεκέ..Ο Θεός πεθαίνει από εγκεφαλικό..Στην Κηδειά μόνο ο πρώην ζιγκολό-τελειωμένος πορτιέρης Peter the Saint..Μια γριά πυρπολείται στο κέντρο..Δώστε τόπο στα άκρα φωνάζουν τα νιάτα..Δώστε πρέζα στο λαό φωνάζουν οι αστοί..Δώστε ό,τι έχετε φωνάζουν οι μεγαλοαστοί.. Βρέχει. Το πανηγύρι σχολάει και η εκκλησία τελειώνει. Ο Σωκράτης επιστρέφει σπίτι με μαυρισμένο μάτι. Βρέχει. Όλοι επιστρέφουν. Όλα τελείωσαν. Καμιά ελπίδα. Μετά τη βροχή, ακολουθεί η νύχτα. Μετά έρχεται η ξεκούραση· και οι μελωδίες που παγανίζουν. Τα παράθυρα κλείνουν. Οι πόρτες κλειδώνουν. Οι κουβέρτες απλώνονται και οι πατούσες συναντιούνται στα έσχατα του κρεβατιού. Τα γυμνά χέρια αγκαλιάζουν τα γυμνά κορμιά. Σώματα που χορεύουν. Δωμάτια που φωτίζονται από σπίθες. Όπως όταν τρίβονται τα μέταλλα· οι σπίθες τότε δεν είναι από το ίδιο υλικό με τα μέταλλα. Καραβάνη η κάναβι. Φώτα σβήνουν. Μύτες σκουπίζονται. Φώτα σβήνουν. Ονειροπόλοι σκούζουν άυπνοι. Αγρύπνια. Άλλοι οι μεν, άλλοι οι δε, και όλοι οι υπόλοιποι, απόκληροι της λογικής. Και τα τελευταία πτώματα μαζεύονται από την κούραση. Γερνάνε χωρίς να ζούνε.

..χωρίς να ζώ..

Για μένα
Ή
Για κανέναν