Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Να μη το διαβάσει κανείς

Ανοίγω το ψυγείο. Μια μπύρα. Μόνο. Κοιτάζω τον κόσμο έξω. Βρέχει. Ή κάποιος κλαίει; Όπως και να' χει, θα χρειαστώ αδιάβροχο. Ανοίγω τη πόρτα. 10 ευρώ φτάνουν.
-Οι μπύρες και καπνό.
-7.80.
-Ευχαριστώ. Καλό βράδυ.
-Καλό βράδυ.
Η κοπέλα ακόμη είναι στη στάση. Ο θεός δεν την αγαπάει και τη σκουπίζει από τη μπόχα της πόλης. Αν δεν έχεις άρωμα, δεν προσδιορίζεσαι. Όταν βρέχεσαι, επιστρέφεις στην κατάσταση του πυρήνα. Άοσμος, απόθητοςς, βρεγμένος.
Ανοίγω και τη δεύτερη. Βάζω τη ταινία να παίζει. Τελείωσε. Σπάω δύο αυγά. Ανοίγω την πέμπτη. Ήταν μεγάλη η ταινία. Είχε και αγωνία.
Αύριο έχω ξανά αποστήθιση. Κι εκείνη κάπου χαμένη στα λευκά χαρτιά της. Συνέχεια αυτά τριγύρω της. Είναι όμως μόνο αυτά; Δεν έχει τίποτα άλλο. Τόσα περιστατικά στις ζωές μας όλα αυτά τα χρόνια. Τόσες αλήθειες εμφανίστηκαν σε μάτια αγαπημένα. Τίποτα δε τη συγκίνησε; Ίσως όχι. Ίσως ναι. Δε γνωρίζω, σίγουρα. Εκεί πλανιέμαι αιωνίως. Στην άγνοια. Αύριο ξανά τα ίδια. Αποστήθιση των γνωστών έτσι ώστε να αγγίξουμε, να ερμηνεύσουμε το άγνωστο. Κι αυτή... Μία κόμη μέρα στους ίδιους τοίχους. Να μάθω. Να μου γίνει βίωμα η ύπαρξή της. Η ύπαρξη της επιστήμης μου. Το άγνωστο. Αυτό που βιώνω καθημερινά. Με την ελπίδα ότι κάποτε θα γνωρίσω. Αλλά δε γνωρίζω τι. Άρα πρέπει να δεχθώ το άγνωστο της γνώσης. Γιατί τόσα λευκά χαρτιά τριγύρω της; Αυτός είναι ο κόσμος της: χάρτινος εύθραυστος. Ατελείωτος. Γι' αυτό έχει πολλά χρώματα πάνω της. Για να αγγίζει την απομάκρυνση όταν δεν...
Τέλος πάντων. Μια γουλιά (α)κόμη. Σε λίγο θα ανάψω το τσιγάρο μου. Κρυώνω.
Τα τραγούδια μου φαίνονται ατελείωτα. Γι' αυτό τα αλλάζω πολύ γρήγορα. Συνήθως θυμάμαι τα συναισθήματα που μου προκάλεσαν όταν τα πρωτάκουσα. Είναι δύσκολο να βιώνεις ξανά και ξανά και ξανά τις εντάσεις ορισμένων συναισθημάτων. Έτσι τα αλλάζω. Όπως και τους ανθρώπους. Αλλλλλά καμιά φορά. Απελπίζομαι. Σιχαίνομαι την κίνηση ξέρεις' θαυμάζω την τυχαιότητα και την πρόκληση της κατάφασης στο άγνωστο. Οπότε το αφήνω το γαμημένο. Ακούγεται. Λέει τον πόνο του, τη χαρά, τη καύλα του κοντολογίς. Και με ταξιδεύει. Συνηθίζεις στον πόνο ξέρεις, μετά από κάποια στιγμή. Είναι όπως όταν βγάζαμε τα πρώτα μας δόντια. Τι γλυκός πόνος, από κάποια στιγμή και μετά. Στα τελευταία μου δόντια άρχισα να στεναχωριέμαι. Άρχισα να μεγαλώνω και να αντιλαμβάνομαι ότι μεγαλώνω, και, ότι τα δόντια δεν είναι άπειρα. Όπως η ζωή. Κάποια στιγμή τελειώνουν. Ξέρεις τι λένε γι' αυτό, έτσι; Το πότε θα πεθάνεις, είναι σα το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού σου. Δεν είναι στο χέρι σου.
Σπουδαία διαπίστωση ρε μπαγάσα! Ρώτα και κανέναν αυτόχειρα. Που λέει ο λόγος δηλαδή. Γιατί, αφού ονομάστει αυτόχειρας, πλέον μιλάμε για αυτόν χρησιμοποιώντας χρόνο παρελθοντικό, άρα δε μπορείς να του μιλήσεις---> χρόνος παροντικός, σχεδόν μελλοντικός αφού αυτό προϋποθέτει να τον βρεις, πράμα άτοπο αφού δεν υπάρχει στο εδώ ((χώρος)) και στο τώρα (((χρόνος))).
Σε λίγο θα ξαπλώσω. Πρέπει να κοιμηθώ. Το έχω ανάγκη ξέρεις. Αν δεν ξυπνήσω ξέρεις τι να κάνεις, έτσι; Γνωρίζεις; Όχι; Καλύτερα τότε.