Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Κουλέ Καφέ

Είμαι χάλια. Εδώ πατώ και δε ξέρω τι είναι το εδώ. Αράζω σε πλατεία. Ανάβω και ένα τσιγάρο. Κοιτώ τα χορτάρια, παιδεύομαι να ξεκολλήσει το μυαλό μου.

Σηκώνομαι. Σβήνω ένα, ανάβω άλλο. Κοιτώ στην άλλη άκρη της πλατείας όπου ένας τύπος έχει βγάλει τη ψωλή του έξω και κατουράει δίπλα σ' ένα κάδο. Θυμάμαι το Διογένη τον κυνικό (πολύ παλιά ήταν αυτός) που υποστήριζε πως οι φυσικές ανάγκες δεν είναι να τις ντρέπεσαι και δε χρειάζεται να τις ικανοποιούμε ιδιωτικά. Ο ίδιος, λένε, μαλακιζόταν στην αγορά της αρχαίας αθήνας, πήχτρα στον κόσμο και οι μύγες να αλωνίζουν.. Cool λοιπόν και γυρίζω το βλέμμα μου αλλού.

Περνάει τότε από δίπλα μου ένα άλλο παλικάρι, κοντά στα 50, που περπατάει άτσαλα. Τον παρατηρώ να απομακρύνεται αλλά δυο αυτοκίνητα πιο κάτω  σταματάει. Λέω από μέσα μου, θα κάνει τη πιο ηλίθια διάρρηξη αυτοκινήτου μέρα μεσημέρι. Συνεχίζω λοιπόν να τον χαζεύω μέχρι να ξεδιπλώσει το ταλέντο του. Όμως το παλικάρι αυτό ανοίγει τα μαγαζιά του, ρίχνει ένα βλέμμα τριγύρω, κι αρχίζει, κι αυτός, να κατουράει δίπλα στ αυτοκίνητο...

Δυο σιλουέτες να ποτίζουν τα πέριξ της πλατείας, μες στη σιγαλιά του μεσημεριού, κι εγώ να βρίσκομαι σε θέση μετανιωμένου για την μονοτονία, λέει, της ζωής μου. Διάολε, η σύμπτωση του να υπάρχεις έχει τελικά τα ανέλπιδα της!!

Υ.Γ. Δε ξέρω τι λέτε εσείς, εγώ πάντως για ασφαλίτες τους έκοψα