Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Ονείρου βραδιά

Έβαλα την καπότα στο κεφάλι μου. Τη φίλησα, τη χάιδεψα, της έτριψα την κλειτορίδα και πήρα θέση ευθυγράμμισης. Το ζόρισα λίγο μα ήμουν ήδη καλοδεχούμενος. Ταξίδεψα σε λιβάδια. Προσπέρασα γιοφύρια. Τρυπήθηκα από πουρνάρια. Έφτασα στη κορυφή του λόφου. Τότε, έβγαλα το ανεμόπτερο μου. Ζύγιασα τις ανάσες του αέρα, την κίνηση των σύννεφων, την υγρασία του αέρα... Ο νους μου ήταν εκεί... Οι αισθήσεις σε επαγρύπνηση... Και τότε, κάποιος μαλάκας, άρχισε να ξερνάει έξω από το παράθυρο μου. Ήταν σα να του ΄χαν σκίσει το λαιμό και οι χαμένες ανάσες του να μπερδεύονται με το αίμα του· να πνίγεσαι στο ίδιο σου το αίμα. Δε ξερνούσε απλά. Έβγαζε τα σωθικά του και τα ουρλιαχτά του ξύπνησαν το κουφό μου άλογο.Ξύπνησαν και μένα.