Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Μηχανοκίνητη πορεία 1.0.1


Λοιπόν. Έχω ένα μηχανάκι. Πράσινο. Είναι παλιό, αλλά μπορεί και κινείται. Λάθος: όταν θέλω, μπορώ να μετακινούμε χρησιμοποιώντας το. Στις αρχές, όταν το πρώτοχρησιμοποιούσα, ήταν πολύ δύστροπο. Όποιος γινόταν συνεπιβάτης μου, του φερόταν ξεδιάντροπα και συχνά τραβούσε τα στηρίγματα των ποδιών με αποτέλεσμα ,ο από πίσω μου, να τρομάζει και να το σκέφτεται καλύτερα αν θα το ξανακαβαλούσε. Μια φορά μάλιστα, ενώ ήμουν σουρωμένος και ήμουν  μαζί με έναν ακόμη σουρωμένο και αφού γυρίσαμε τη μισή πόλη, χωρίς να θυμάμαι ακριβώς όλη τη διαδρομή, αυτό απηύδησε και μας έριξε σε ένα χαντάκι. Μάλιστα στον άλλον άφησε και ένα ενθύμιο, σαν αυτά τα ελλειπτικά σημάδια στο εσωτερικό της δεξιάς κνήμης που γιατρεύονται μόνο με κάποιο λάδι ενός σπόρου που υπάρχει μόνο στα εγχειρίδια βοτανολογίας-μαντικής-μυστικισμού· επαναστατικοποιημένος πρωτογονισμός και τα ρέστα.


Μετά από λίγο καιρό το παράτησα. Δεν ήταν μόνο η αμφίβολη εμπιστοσύνη που προκαλούσαμε ο ένας στον άλλο, αλλά και ο καινούργιος κόσμος που ανακαλύπτεις όταν κινήσαι ταχύτερα από έναν πεζό, βραδύτερος από ένα αμάξι, ελαφρύτερος από ένα λεωφορείο, διεισδυτικότερος κι από' να ασθενοφόρο. Ζουγκλολατρεία εις της πόλης τους μαύρους, με λευκές- οριζόντιες και κάθετες- λωρίδες,  ποταμούς. Με ένα σκασμό καρχαρίνια, κολεόπτερα, αμοιβάδες και καυλωμένα ποζεράδικα δελφίνια. Κι εγώ μπαλατζάρω από δω κι απο ‘κει σα μια ξεφούσκωτη πλαστική μπάλα-πασχαλίτσα, που ένα παιδί τη πέταξε στη θάλασσα για να δημιουργήσει ένα κίνητρο αποφασιστικότητας. Αλλά τελικά η παραλία ήταν γεμάτη αχινούς και η μπάλα πήγαινε προς τα μέσα, ενώ το παιδί ήταν πάντα αποκλεισμένο έξω' και η μπάλα πιο μέσα, στα αφρο-γαμημένα-κύματα που πάντα παίρνουν τα όμορφα πράγματα μέσα και όλες τις κουράδες, τα ψόφια-δηλητηριασμένα-από-το-πετρέλαιο ψάρια, τα μουχλιασμένα πλαστικά μπουκάλια' όλα αυτά τα φέρνουν έξω και μόνο οι μπάλες, τα κουβαδάκια, τα καπέλα και τα γυαλιά πάνε μέσα και μέσα..κάπου εκεί ήταν, που αποφάσισα να το παρατήσω. Μετά, μετά τις βροχές, το ξαναπήρα.



Στην αρχή ήταν συναχομένο και έσβηνε συχνά όταν περίμενα σε κάποιο γαμημένο κοκκινωπό φανάρι. Ή όταν περίμενα να κατέβει κάποιος που ζούσε στο πέμπτο όροφο μιας μουράτης οικοδομής. Αργότερα, οι σχέσεις μας βελτιώθηκαν και αρχίσαμε να έχουμε κοινούς γνωστούς. Όταν μάλιστα άρχισε να παίρνει θάρρος, άρχισε και να γίνεται πρόστυχο και γαργαλούσε όπως ένα άλλο, παραμορφωμένο καΙ πλαστικό τσουτσούνι, τις φίλες μου. Ακόμη και τώρα το κάνει καμιά φορά. Το καταλαβαίνεις από τα κοκκινησμένα μάγουλά τους, το απλανές τους βλέμμα και το περίεργο χαμόγελο που μοιάζει με αυτό ενός εφτάχρονου πιτσιρίκου γριπομένου, που του ανακοινώνουν όμως ότι γιατρεύτηκε και δε χρειάζεται πλέον να παίρνει το πράσινο σιχαμερό σιρόπι, και του δίνουν μια σοκολάτα πικρή γιατί και τα κακάκια του πλέον είναι όμορφα και υγιή και δεν θυμίζουν χαλασμένη ψαρόσουπα- ούτε στην όψη, ούτε στην οσμή. Έτσι βγαίναμε συχνότερα μαζί βόλτες: εγώ και το πράσινο, σαραβαλιασμένο, ψωράλογό μου, κινούμασταν με φόρα μπροστά από τους σερίφηδες που φυλάνε τα φρούρια των νεκρών πατεράδων κάποιου έθνους' ανεβαίναμε υπομονετικά ανηφόρες' τσουλούσαμε  ησυχα στις κατηφόρες' και παίρναμε με φόρα τις στροφές βάζοντας στοιχήματα για το αν θα πέσουμε πάνω σε κάνα τετράτροχο για να δούμε πόσο χάλια θα κάνουμε τη μούρη του και, πιο απ' όλα τα μέλη μας θα σακατευτεί, πιο παξιμάδι θα πάει μακρύτερα και πόσο αίμα θα χάσουμε μέχρι να έρθει το φωνακλάδικο φορείο, που έχει μέσα του ένα σωρό σωληνάκια να κρέμονται σα ταριχευμένες μύξες , ένα κρεβάτι που  ανατριχιάζεις όταν ξαπλώνεις πάνω του γιατί δε γνωρίζεις αν, από αυτούς που ξάπλωσαν πριν από σένα εκεί, οι περισσότεροι βγήκαν ζωντανοί ή νεκροί....Περνούσαμε πολύ ώρα μαζί. Ο ένας από κάτω και ο άλλος από πάνω, με τις ανήσυχες προσδοκίες μήπως τύχει και αλλάξουμε αυτή τη συνήθη διάταξη' μην τύχει και βρεθεί ο ένας από πάνω και ο άλλος από κάτω.


Με το καιρό γίναμε ασθενικοί και οι δύο.  Τα λάστιχά του ξεφουσκώνουν συχνά και η δική μου μέση δεν αντέχει τους κραδασμούς--> λόγο των οργωμένων δρόμων που ορίζουν το σχήμα της πόλης. Πολύ συχνά, οι δρόμοι, μου θυμίζουν αυτό το τυρί με τις πολλές τρύπες που πάντα το μπερδεύω με το άλλο που κοστίζει πολλά γιατί έχει μουχλιάσει. Άλλες φορές μου θυμίζει ένα πράμα που δε ξέρω αν έχει όνομα, αλλά η εικόνα, κι αυτό έχει σημασία-η εικόνα κι όχι το όνομα, είναι κάπως έτσι: παίρνεις μια βραστή πατάτα ή ένα από αυτά τα άσχημα τετραγωνισμένα ψωμιά του τοστ και εφαρμόζεις πάνω τους ένα μαγειρικό σκεύος που, ως αποτέλεσμα, σου δίνει τη προηγούμενη τροφή τεμαχισμένη σε πολλά μικρά και τετράγωνα κομμάτια. Το πιάσατε; Δεν έχει σημασία γιατί δεν είναι πάντα έτσι η εικόνα. Άλλες φορές γίνεται όπως το ταμπλό της πρόχειρης τρίλιζας που παίζαμε στο μάθημα κάποιου καθηγητή με ένρινη νανουριστική φωνή' αυτό ΤΟ ΣΧΗΜΑ  πάνω στο θρανίο με τις ανα δύο παράλληλες γραμμές και τις ανα ζεύγη κάθετες' που το παιχνίδι μοιάζει με ένα άλλο παιχνίδι, το "Μπάτσοι και Αναρχικοί" όπου, και οι μεν και οι δε, προσπαθούν να στήσουν αποτελεματικές ευθείες στα στενά της πόλης·  το αποτελεσματικότερο μπλόκο οι μεν,  πύρινο οδόφραγμα, οι δε.

Και να' μαι τώρα εγώ και ο σίφουνάς μου που κόβουμε βόλτες στην οδό των κορομήλων, έξω από το σπίτι του Δημήτρη και γύρω από τα σπίτια της θεάς Εστίας' να παίζουμε τρίλιζα ενάντια στην πλήξη, στο πεδίο που χωροθετούν τα κενά ανάμεσα στο τεμαχισμένο ψωμί του τοστ· με τους κρατήρες να απειλούν με κοίλη τη μέση μου..

Ω τη χαρά, όταν βλέπω τον εαυτό μου σε κάποια τζαμαρία, πάνω στο πράσινο παπί μου..Και ποτέ δεν κάθομαι πρώτος στο φανάρι. Γιατί συχνά χαζεύω το κόσμο που διασχίζει τις διαβάσεις και έτσι δε βλέπω ότι άναψε το πράσινο. Και οι από πίσω μου κορνάρουν και βρίζουν. Γι' αυτό περιμένω δεύτερος και, όταν κουνηθεί ο μεγάλος όγκος που παρατηρεί η άκρη του ματιού μου, εφορμώ και συνεχίζω...Όταν πάλι δεν υπάρχουν ψυχές να περάσουν από τη διάβαση, ανάμεσα στης δύο όχθες του μαύρου ποταμού, αγνοώ τα φανάρια...

Ώσπου eftasa να γράφω. Αλλά βαρέθηκα πια. Άσε που πόνεσε και ο κώλος μου τόσες ώρες καθισμένος.